Απ’ το μπαλκόνι των δίπλα μυρίζει μηλόπιτα. Αλλού ψήνουν κρέας. Το πρωί μάς ξυπνάνε τα καναρίνια κάποιας βεράντας που δεν βλέπω. Τα χαλιά κάποιου στον δεύτερο βρέχουν τις νεραντζιές. Στο ίδιο μπαλκόνι έχει κι ένα κουτσό σκυλί. Σέτερ νομίζω. Δυο-τρεις καχεκτικούς φοίνικες. Θέλω να τους ευχαριστήσω γι’ αυτούς τους φοίνικες, τα χάλια τους έχουν, αλλά εμένα με ηρεμούν και μερικά απογεύματα, έτσι όπως δύει ο ήλιος και διαλογίζομαι στο μπαλκόνι, αυτοί οι φοίνικες μου θυμίζουν την Ισπανία ή μια ιδέα της Ισπανίας ή τέλος πάντων με πάνε κάπου και γι’ αυτό θα ’θελα να μιλήσω με τους ιδιοκτήτες τους, αλλά μετά συνέρχομαι.
Μπαίνω μέσα και συνεχίζω τη ζωή μου χωρίς να ξέρω τίποτα για τους ανθρώπους που ζουν γύρω μου, εκτός από τις σημαίες που κάποιοι κρεμάνε στα μπαλκόνια τους, εκτός απ’ τα φυτά, τα κατοικίδια, τις ομπρέλες και τα έπιπλα κήπου στριμωγμένα στα λίγα τετραγωνικά, εκτός από τις τέντες που προτιμούν (δυο σπίτια έχουν διαφημιστικές τέντες, το ένα αεροπορικής εταιρείας και το άλλο εταιρείας αυτοκινήτων), τα ποδήλατά τους και την ικανότητά τους να ελέγχουν τον τόνο της φωνής των παιδιών τους.
Στο ακριβώς απέναντι διαμέρισμα από το δικό μου είναι ένας γέρος που καπνίζει κι έχει κι ένα λευκό σκυλί. Στην είσοδο της πολυκατοικίας τους μένουν Ρώσοι (;), Ουκρανοί (;), όπως και στη δική μας. Μυρίζουν τα φαγητά τους κι αυτό, όπως και τα καναρίνια που δεν βλέπω, είναι λίγη κερασμένη ευτυχία κάθε πρωί. Ο γέρος με παρακολουθεί ή έτσι θέλω να πιστεύω, είναι ο κακός προσωπικός θεός μου που βλέπει τα βάσανα και τις χαρές μου κι επιφυλάσσει πάντα το ίδιο βαριεστημένο βλέμμα πριν ρουφήξει το τσιγάρο. Τα ’χει δει αυτός όλα.
Η πολυκατοικία έχει μια ταξική λογική. Όπου στην είσοδο είναι φτωχοί, μετανάστες, πρωτοετείς φοιτητές που οι γονείς του δεν τα πάνε και πολύ καλά, αλλά έχουν επαρκή λεφτά, για να τους στείλουν απ’ το χωριό στην πόλη. Στον πρώτο είναι οι ελεύθεροι νεαροί και μεσήλικες, μετανάστες που πρόκοψαν, φοιτητές που οι γονείς τους είχαν κάνει προϋπολογισμό σπουδών, νέες οικογένειες, ιδιοκτήτες. Και μετά πάει λέγοντας. Ως το ρετιρέ. Μια τύπισσα που πετύχαινα στο ασανσέρ μιας άλλης πολυκατοικίας ακραία ακριβής περιοχής των Αθηνών, που ’χει γίνει τουριστικό θεματικό πάρκο με εικοσιτετράωρες εκπομπές θορύβου, με είχε διδάξει πως το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία. Είχε τέταρτο και πέμπτο όροφο. Όλα δικά της. Χρυσωρυχεία. Ξεκινούσε και τελείωνε τη μέρα της σταθερά δυστυχισμένη στο ασανσέρ.
Ενας τύπος, από ένα άλλο μπαλκόνι, στολίζει τόσο ωραία τέτοιον καιρό που κάνει παρέμβαση στον μικρό δρομάκο της γειτονιάς. Τα λαμπάκια του φτιάχνουν μια ντίσκο χωρίς θόρυβο για τους περαστικούς. Δεν κλείνω τα παντζούρια, για να τη βλέπω.
Κάποια μπαλκόνια είναι κανονικοί κήποι. Εχουν φυτά και φράχτη με λουλούδια, καναρίνι και τοίχο με αναρριχητικό φυτό. Αλλα είναι παιδικές χαρές. Είναι δώρο ριγμένο στους περαστικούς.
Μερικές φορές τα μπαλκόνια κουβαλούν τη μοναξιά της πόλης. Παππούδες και γιαγιάδες μόνοι σαν τις γατούλες πίσω από παράθυρα. Ζητούν να τους πετάξεις τα σκουπίδια, αν μπορείς. Περνάνε οι μέρες και τους μιλάει μόνο ο φαρμακοποιός και ο γιατρός τους. Τους αγγίζουν μονάχα οι νοσοκόμες. Σαν ξεφούσκωτες κούκλες, μ’ αυτό το πρόσωπο παραγινωμένο φρούτο, απορούν αν τους μιλήσεις λίγο παραπάνω. Επιφυλακτικοί στην αρχή, μετά θυμούνται πως δεν έχουν πλέον και κάτι πραγματικής αξίας να τους κλέψεις και σού μιλούν – τι άλλο κακό να πάθουν; Μια γιαγιά με χαιρετούσε τακτικά γιατί χάζευα το μπαλκόνι της ώσπου βρεθήκαμε στο ίδιο επίπεδο, στο πεζοδρόμιο και μού ανοίχτηκε: ο τόπος γέμισε ξένους, πολύ Ρωσία, εσύ Ελληνίδα; Είναι καλά να κρατάει κανείς μία απόσταση από τους ανθρώπους γύρω του κι αυτό ακριβώς κάνουν τα μπαλκόνια.
Είναι μία ματιά, αλλά κλεφτή, στον κόσμο των γειτόνων. Οχι τόσο ώστε να νιώσεις πως γύρισες στο χωριό. Ούτε τόσο ώστε να θέλεις ν’ ασκητέψεις στα βουνά.
Οι αγαπημένες μου αθηναϊκές πολυκατοικίες είναι οι παλιές. Αυτές που έχουν κάτι καφκικό (Κυψέλη, Εξάρχεια), πόρτες και πορτούλες, ατέλειωτους διαδρόμους, παλιές σκάλες που δεν παίρνεις κι όρκο για το πού οδηγούν και κάθε λογής φρούτα που θα σου πουν κάτι περίεργο.
Θα επιζήσει όλο αυτό, η πολυκατοικία; Ηδη στα Εξάρχεια έχουν ξεφυτρώσει χόστελ ή χίπστερ βραχυχρόνιες κατοικίες για επαγγελματίες. Εκεί που πριν από λίγα χρόνια ζούσαν περίεργοι και φοιτητές, τώρα γίνονται πάρτι και «μίτινγκ» αργόσχολων. Αλλόκοτα μαγαζιά –αμφίβολων υπηρεσιών– μοστράρουν τις αντιαισθητικές ταμπέλες τους σε μπαλκονια του Κολωνακίου και πέριξ του Συντάγματος. Στο Παγκράτι έχει τόσους θορύβους που δύσκολα στέκεσαι οπουδήποτε. Το άραγμα στο μπαλκόνι προϋποθέτει ησυχία και μακρινούς θορύβους, η τιμώμενη αίσθηση είναι η όραση και κεντρικό ερέθισμα οι μυρωδιές.
Ηδη αμφιβάλλω για την ικανότητα της μεγάλης, χοντρής, πολυώροφης πολυκατοικίας να πλέκει τις τάξεις. Τα σύνορα στις γειτονιές και μεταξύ των περιοχών, ταξικά, ηλικιακά, αφετηριακά, χαράσσονται βαθιά. Αλλού όσοι ζουν απ’ το μισθό τους, αλλού οι κληρονόμοι, σίγουρα αλλού οι «καλοί, άσπροι» δουλευταράδες μετανάστες (όσοι δεν μας έχουν εγκαταλείψει ακόμη) κι αλλού οι άνθρωποι απ’ τη Συρία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές. Αλλού οι τοξικοεξαρτημένοι κι όσοι τους πάνε τα πράγματα φριχτά κι αλλού όσοι ζουν μόνοι και χαλασμένοι, αλλά με καλή ασφάλιση και χρήματα.
Κι αν τα μπαλκόνια, τη ζωή εκεί, το στυλ τους, την παλιομοδίτικη σοφία τους, τα καταπιεί κάποιο experience; Αν εξαπλωθούν αυτά τα θορυβώδη πάρτι, αν αντί για ησυχία και καναρίνια ακούμε άθελά μας μίτινγκ; Σε τόσες σπουδαίες πόλεις του Νότου της Ευρώπης ήδη πας και σκέφτεσαι «κάποτε μένανε κανονικοί άνθρωποι εδώ», ενώ ακούς ολλανδικά και γερμανικά απ’ τα παράθυρα.
Ούτε σ’ αυτούς που ταξιδεύουν αρέσει αυτή η ψευτιά, να χρειάζεται να επιστρατεύσουν μεγάλο μέρος της φαντασίας τους για να δουν κανονικούς ανθρώπους, με κανονικές δουλειές να ζουν στην πόλη τους και να κάνουν όλ’ αυτά που κάνουμε εμείς τώρα στο μπαλκόνι. Να τρώμε σε μία στενή κρεμαστή αυλή, να ξεφυσάμε, να παίρνουμε ανάσα απ’ την καθημερινότητα μέσα στη θάλασσα τσιμέντου και μικρών κήπων που χωρούν με το ζόρι μία καρέκλα σπαστή.
Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
