Γράφει ο Χρήστος Α. Χωμενίδης στα «Νέα» για τον Πατή Κουτσάφτη, τέως Δήμαρχο Ζαγοράς – Μουρεσίου
Ο Πατής Κουτσάφτης, ο επί είκοσι χρόνια διατελέσας δήμαρχος, με βάζει στο αμάξι του για να με κατεβάσει από τη Ζαγορά στην παραλία της Ανάληψης. Αρχές Αυγούστου και ο καιρός στο Πήλιο είναι δροσερός, φθινοπωρινός σχεδόν. «Η διαδρομή θα κρατήσει τρία τέταρτα – θα σου δείξω τα πάντα» μου υπόσχεται. «Όσα ούτε μυρωδιά δεν παίρνουν οι παραθεριστές, που κινούνται ανάμεσα στην πλατεία του χωριού, στις ταβέρνες και στα μπιτσόμπαρα. Βρίσκουν τον δρόμο με το ένα μάτι κολλημένο στο gps. Ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους δεν κοιτούν καλά-καλά γύρω τους. Μα κι αν κοιτούν, δεν βλέπουν… Εσύ τι βλέπεις;»
«Πυκνή βλάστηση» του απαντάω χαζά. «Δέντρα και θάμνους.»
«Που δεν έχεις ιδέα πώς τα λένε. Το καθετί, λουλούδι, ζούδι, γκρεμίδι, έχει το όνομά του. Και την ιστορία του. Να, να, εκεί, στρίψε το κεφάλι σου τέρμα αριστερά, εκεί, γύρω από το θηλυκό κυπαρίσσι, εκτείνεται ένα προικώο της μάνας μου. Βοηθούσαμε ως παιδιά στο μάζεμα της ελιάς, παίζαμε στην πραγματικότητα ενώ οι μεγάλοι ίδρωναν. Πήγαιναν τα τσουβάλια στο ελαιοτριβείο, που το έλεγαν παλιά γαλεάγρα. Μια μέρα βρήκαμε μια μεγάλη πέτρα με σκαλίσματα που τα’χε φάει ο χρόνος. Ταφόπλακα ήταν. Φαντάζεσαι από πότε; Από τον όγδοο μετά Χριστόν αιώνα. Προτού οι ντόπιοι εγκαταλείψουν για τον φόβο των πειρατών το Παλιόκαστρο και σκαρφαλώσουν ορεινότερα και χτίσουν τη Ζαγορά. Ευθεία μπροστά θα διακρίνεις, με λίγη προσπάθεια, τον Άγιο Αθανάσιο. Τον Άθανα. Πανέμορφο εκκλησάκι του 1500…
… Στις αυλές των ναών, γλεντούσε ο κόσμος. Ανέκαθεν. Χιλιάδες χρόνια πριν να επιβληθεί ο χριστιανισμός. Κύκλωναν χορεύοντας τα μεγάλα πλατάνια. Αποθέωναν τους ταλαντούχους μουσικούς – ακόμα τους αποθεώνουν – μάζεψε όλη τη χαρτούρα χθες στη γιορτή του Σωτήρα εκείνος ο πιτσιρικάς κλαρινιτζής – τον είδες με τι αυτοπεποίθηση στεκόταν στη μέση του πάλκου; Μού αρέσουν όσοι έχουν επίγνωση του ταλέντου τους και της υποχρέωσης που γεννάει το ταλέντο. Απεχθάνομαι τους ψευτοσεμνούς. Τις σιγανοπαπαδίτσες. Ανακατεύονταν, μέσα στην άψη του πανηγυριού, τα φύλα, οι ηλικίες, οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Θυμάμαι έναν μεγαλοκτηματία, υπερήλικα πιά, με πάρκινσον, να εμφανίζεται καβάλα. Τα γκέμια της πανέμορφης φοράδας μα και τον ίδιο τον τρεμάμενο γέροντα κρατούσε ένας πεζός υπηρέτης.
Μεθαύριο έχει ζωοπάζαρο. Σε άγνωστη, για τον φόβο των ζωοφιλικών οργανώσεων, τοποθεσία. Έρχονται οι γύφτοι -ο Παλαμάς γύφτους τους έλεγε, όχι ρομά- έρχονται με μεγάλα φορτηγά φορτωμένα αλογομούλαρα. Τα πιο τσίλικα τα εισάγουν, λέει, από την Ισπανία. Ξέρεις πόσο στοιχίζει ένα μουλάρι γερό και δυνατό; Πέντε χιλιάρικα! Εφτά!»
«Μα χρησιμεύουν ακόμα;»
«Σοβαρολογείς; Πώς θα υλοτομηθεί το δάσος; Πώς θα κουβαληθούν τα ξύλα μες απ’τα ρουμάνια; Τα μουλάρι είναι ζώο καταπληκτικής ανθεκτικότητας και χαρακτήρα. Οι άσχετοι το αντιμετωπίζουν σαν ευνούχο. Συκοφαντία αισχρή. Μια χαρά λίμπιντο έχει. Απλώς δεν αναπαράγεται…»
Πλάι μας, στην άκρη του δρόμου, περνάνε πεζοί πεντέξι εικοσάρηδες με μακριά μαλλιά, γένεια και σκουλαρίκια. Κατηφορίζουν το βουνό, θα κάνουν προφανώς ελεύθερο κάμπινγκ παρά θιν αλός. Μακάρι να χωρούσαν, να τους παίρναμε στο αυτοκίνητο.
«Στο Πήλιο» σχολιάζει ο Πατής «καλωσορίζουμε τους ξένους από τη δεκαετία του 1960. Χίπηδες τότε, που βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές. Φιλότιμα παιδιά που στη σχόλη τους έπαιζαν μουσική και διάβαζαν επαναστατικά μανιφέστα. Να ταξιδεύεις τον πλανήτη με ένα σάκκο και μια κιθάρα – τι ωραιότερο; Αργότερα, με την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, ήρθαν οι οικονομικοί μετανάστες. Πρόκοψαν, πολλοί τους αφομοιώθηκαν. Δεν το χωράει ο νους μου ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει τη μισή και παραπάνω ζωή τους μαζί μας και επιμένει το ελληνικό κράτος να τους αρνείται την υπηκοότητα…»
Ο Πατής ξέρει κάθε πέτρα του τόπου του. Και τι κρύβει η κάθε πέτρα από κάτω. Του δίνει αυτό δύναμη. Και επιβάλλον. Έτσι όπως διασχίζει λεβεντιά καμαρωτή την πλατεία της Ζαγοράς, στέκεται στα τραπέζια, χαιρετάει τον κόσμο, νομίζεις ότι αντλεί χυμούς από την ίδια του τη γη.

Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
