
Πώς «μεταφράζεται» ένας αιώνας σινεμά στην ελληνική γλώσσα; Ο Δημήτρης Κολιοδήμος καταγράφει συστηματικά τις ελληνικές αποδόσεις τίτλων ξένων ταινιών που προβλήθηκαν στη χώρα από το 1924 έως το 2024, επιστρέφοντας στις πρωτογενείς πηγές –τις διαφημιστικές καταχωρήσεις και τα «κλισέ» της εποχής– για να αποκαταστήσει παραλείψεις, λάθη και παραλλαγές που πέρασαν από γενιά σε γενιά. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τη μεθοδολογία, τις μετατοπίσεις στις τάσεις των τίτλων, τον ρόλο της αγοράς και της λογοκρισίας, αλλά και για το γιατί, σήμερα, τον ενοχλεί η μόδα να μένουν οι τίτλοι αμετάφραστοι.
Ποιο «επαγγελματικό βίτσιο» ή ποια προσωπική εμμονή σάς ώθησε να χαρτογραφήσετε συστηματικά τις ελληνικές αποδόσεις τίτλων ταινιών που διανεμήθηκαν στην Ελλάδα τον τελευταίο αιώνα;
Η εργασία μου στην τηλεόραση. Για να μπορούμε να δίνουμε σε κάθε ξένη ταινία τον τίτλο με τον οποίο είχε προβληθεί στην Ελλάδα. Και η πρώτη καταγραφή δεν άργησε να γίνει βιβλίο: «70 χρόνια ξένος κινηματογράφος στην Ελλάδα» (1995). Όμως υπήρχαν πολλοί τίτλοι για τους οποίους δεν ήμουν σίγουρος σε ποια ακριβώς ταινία αναφέρονταν. Η «ανεύρεση» της απάντησης σε αυτό το ερώτημα, μαζί με το πέρασμα μιας δεκαετίας, έφερε τη δεύτερη έκδοση: «80 χρόνια ξένος κινηματογράφος στην Ελλάδα» (2005).

Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν, είχα αντιληφθεί ότι πολλοί από τους καταγεγραμμένους τίτλους ήταν λειψοί, δηλαδή λανθασμένοι: τους έλειπαν λέξεις – πριν από τις υπάρχουσες, ανάμεσά τους ή μετά. Επιπλέον, ήθελα κάτι που δεν είχα καταφέρει τότε: να είναι σωστά γραμμένοι οι ξενόγλωσσοι τίτλοι ταινιών, όταν η γλώσσα τους απαιτούσε τονισμούς, αλλά το βιβλίο μου δεν τους είχε, επειδή, τότε, δεν μπορούσα να τους έχω. Έτσι, την τρίτη έκδοση την είχα «προγραμματισμένη» για τα 100 χρόνια – και την πραγματοποίησα.
Με ποια μεθοδολογία και ποια εργαλεία (αρχεία, καταλόγους, τύπο της εποχής, προσωπικές συλλογές) ολοκληρώσατε αυτή την εκτενή καταγραφή;
Η «μεθοδολογία» ήταν αυτή της ακριβούς καταγραφής. Δηλαδή, όπως ακριβώς ήταν γραμμένος ο τίτλος. Στην καθαρεύουσα; στην καθαρεύουσα. Στη δημοτική; στη δημοτική. Σε μία ανάμικτη διατύπωση; με αυτή τη διατύπωση. Ακόμη και με την ανορθόγραφη γραφή του, αν υπήρχε ορθογραφικό λάθος.
Τα «εργαλεία», στην πρώτη έκδοση, ήταν τρία: α) το περιοδικό «Κινηματογραφικός Αστήρ», β) το περιοδικό «Τα Θεάματα» και γ) το περιοδικό «Αθηνόραμα». Όμως, σε κανένα από αυτά δεν συναντούσες την «αυθεντική» γραφή. Συναντούσες το πώς είχε γράψει τον τίτλο ένας δημοσιογράφος (στους πίνακες των δύο πρώτων και στις παρουσιάσεις του τρίτου). Τις παραλείψεις λέξεων ή τα «λάθη» αυτών των ενδιάμεσων, τα είχα μεταφέρει κι εγώ, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Ένα παράδειγμα: ο ελληνικός τίτλος ήταν «Αμβούργο, το κέντρο του έρωτα» ή «Αμβούργον, κέντρον έρωτος»; «Έγκλημα στο εξπρές 13» ή «Το έγκλημα του εξπρές 13»; Έχει σημασία; Το ίδιο δεν είναι; Δεν είναι το ίδιο. Η «διαφορά» είναι μικρή, αλλά, ναι, έχει σημασία. Σήμερα μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι σωστοί είναι οι δεύτεροι τίτλοι. Και αυτό, επειδή για τα «100 χρόνια» η δουλειά έγινε από την αρχή.
Πού βρήκα τον «αυθεντικό» ελληνικό τίτλο; Στα κλισέ της εποχής. Στις διαφημιστικές καταχωρήσεις των ταινιών στις εφημερίδες. Η «Ελευθερία» υπάρχει ήδη στο διαδίκτυο. Η «Καθημερινή», «Το Βήμα» και «Τα Νέα» υπάρχουν στις ιστοσελίδες των σημερινών εκδοτών τους. Όταν προστρέχεις σε πρωτογενή πηγή, αποφεύγεις τα λάθη των ενδιάμεσων – και δεν είναι λίγα.
«Οι Θερμοπύλες της Ανατολής» είχε τίτλο «Περλ Χάρμπορ, οι Θερμοπύλες της Ανατολής». Ή «Το γράμμα μιας μοναχής», «Το γράμμα μιας δόκιμης μοναχής». Ή το «Αζέφ», «Αζέφ, ο Ιούδας της Ρωσσίας». Αυτά είναι τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα λαθών.

Υπάρχει κι ένα ακόμη, για το οποίο δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο από το να το διατηρήσω – ως επαναληπτικό, όμως, τίτλο. Και γι’ αυτό υπεύθυνοι είμαστε εμείς, οι κριτικοί κινηματογράφου, που δώσαμε τον τίτλο αυτόν στις κριτικές μας, ενώ τα κλισέ (και οι στήλες με τους κινηματογράφους) είχαν άλλον. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα: «Ο δικός μας Χίτλερ». Τίτλος που μας έχει εντυπωθεί, παρότι η ταινία του Ζίμπεμπεργκ είχε τίτλο «Χίτλερ – Α’ εποχή» και «Χίτλερ – Β’ εποχή», με υπότιτλο κάθε φορά την απόδοση των τίτλων των δύο μερών που αποτελούσαν την κάθε εποχή.

Πέρα από τη διόρθωση των λαθών που αναφέρατε, υπάρχει κάτι καινούργιο στο «100 χρόνια ξένος κινηματογράφος στην Ελλάδα»;
Ναι. Τρία πράγματα: οι ελληνικοί τίτλοι όσων ταινιών προβλήθηκαν τα είκοσι τελευταία χρόνια, τίτλοι περισσότερων από χιλίων ταινιών των προηγούμενων χρόνων που δεν είχαν καταγραφεί στις προηγούμενες εκδόσεις (επειδή δεν υπήρχαν στους πίνακες των περιοδικών που ανέφερα) και το πότε έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας η συντριπτική πλειονότητα των ξένων ταινιών που καταγράφονται.
Μέσα από αυτή τη μακρά ιστορική διαδρομή, ποιες τάσεις ή επαναλαμβανόμενα μοτίβα θα ξεχωρίζατε; Υπάρχουν ευρήματα που θεωρείτε χαρακτηριστικά συγκεκριμένων δεκαετιών;
Υπάρχουν περίοδοι που έχουν σαφώς τα δικά τους γνωρίσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και «διαχρονικές» αποδόσεις τίτλων. Για παράδειγμα, στην προπολεμική εποχή κυριαρχούσαν οι ακριβείς αποδόσεις στα ελληνικά των πρωτότυπων τίτλων – στην καθαρεύουσα, βεβαίως. Αυτό σημαίνει ότι μερικές φορές δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι: π.χ. ο τίτλος «Αι πτέρυγες», που είχε δοθεί στη βραβευμένη με Όσκαρ αμερικανική ταινία «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν.
Μεταπολεμικά, πολλοί ελληνικοί τίτλοι δόθηκαν με γνώμονα το θέμα της ταινίας, χωρίς να έχουν την παραμικρή σχέση με τον πρωτότυπο: «Πουλημένη από την μητέρα της» ή «Απολαύστε το κορμί μου». Εμένα δεν με χαλάνε καθόλου. Για να μην σου πω ότι, για την ταινία του Φελίνι ειδικά, τον προτιμώ και από τους τρεις μεταγενέστερους: «La strada (Ο δρόμος)» το 1968, «Λα στράντα» το 1973 και «La strada» το 2019.
Ο τελευταίος τίτλος είναι απόρροια της πρόσφατης τάσης διατήρησης του ξενόγλωσσου τίτλου και ως ελληνικού. Διαφωνώ. Η γλώσσα μας είναι τα ελληνικά. Δεν είναι τα αγγλικά. Και το να δοθεί (όπως έγινε πριν από μερικές εβδομάδες) ως ελληνικός τίτλος το «Save the Green Planet» σε μία κορεάτικη ταινία είναι, το λιγότερο, άστοχο. Γιατί να μην το πουν «Σώστε τον πράσινο πλανήτη»; Ή, ακόμη καλύτερα, «Σώστε τη Γη»;
Να σημειώσω εδώ ότι υπήρχαν περιπτώσεις όπου έδιναν ως ελληνικό τίτλο τη μετάφραση ενός τίτλου της ταινίας σε άλλη γλώσσα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα: «Ο δαίμων της 11ης ώρας», που ήταν ο ιταλικός τίτλος της γαλλικής ταινίας «Ο τρελλός πιερρότος» (ο ελληνικός τίτλος της δύο χρόνια μετά την πρώτη της κυκλοφορία). Στη συνέχεια έγινε «Τρελλός Πιερρό, ο δαίμων της 11ης ώρας» (το 1976), για να καταλήξει σε «Ο τρελός Πιερό» (το 2004).

Άρα, κατά την έρευνά σας εντοπίσατε περιπτώσεις ταινιών που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα με περισσότερες από μία αποδόσεις τίτλου. Τι συνήθως καθόριζε αυτές τις αλλαγές;
Βεβαίως. Δεν είμαι σίγουρος αν έχω συναντήσει ταινία με πέντε ελληνικούς τίτλους, αλλά τέσσερις έχουν πάνω από δέκα ταινίες. Έχω ήδη αναφέρει δύο, για τις οποίες την ευθύνη την έχει η κακώς εννοούμενη «κινηματογραφοφιλία». Ή η πολιτική ορθότητα: ο τίτλος «Απολαύστε το κορμί μου» δεν θα δινόταν σήμερα σε καμία ταινία. Ούτε ο τίτλος «Οι έρωτες μιας ξανθιάς – 24 ώρες ήμασταν ερασταί». Από την ταινία του Φόρμαν, το δεύτερο μέρος είχε αφαιρεθεί από το 1969 – λόγω της χουντικής λογοκρισίας, ίσως.
Από την άλλη, η επιτυχία μιας ταινίας ενός ηθοποιού «επέβαλε» την αλλαγή τίτλου σε προγενέστερες, για λόγους εμπορικότητας. Πολλές ταινίες του Μπαντ Σπένσερ απέκτησαν τίτλο που περιείχε τη λέξη «Μπουλντόζας» μετά την επιτυχία της ταινίας «Τον λένε Μπουλντόζα και σαρώνει!», το 1978. Κάτι ανάλογο συνέβη και με ταινίες του Τέρενς Χιλ, που απέκτησαν τίτλο με τη λέξη «Τρινιτά».
Ή με τις ταινίες του Λάντο Μπουζάνκα, οι οποίες, μετά την επιτυχία της «Homo eroticus» (με ελληνικό τίτλο «Ο ερωτιάρης»), είχαν πάντα στον τίτλο τους τη λέξη «Ερωτιάρης» ως… όνομα: «Ο Ερωτιάρης παντρεύεται» ή «Ο Ερωτιάρης και οι κομπίνες του».
Άρα, κατά την έρευνά σας εντοπίσατε περιπτώσεις ταινιών που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα με περισσότερες από μία αποδόσεις τίτλου. Τι συνήθως καθόριζε αυτές τις αλλαγές;
Βεβαίως! Δεν είμαι σίγουρος αν έχω συναντήσει ταινία με πέντε ελληνικούς τίτλους, αλλά τέσσερις έχουν πάνω από δέκα ταινίες. Έχω ήδη αναφέρει δύο. Για τις οποίες την ευθύνη την έχει η κακώς εννοούμενη «κινηματογραφοφιλία». Ή η πολιτική ορθότητα: Ο τίτλος «Απολαύστε το κορμί μου» δεν θα δινόταν σήμερα σε καμία ταινία. Ούτε ο τίτλος «Οι έρωτες μιας ξανθιάς – 24 ώρες ήμασταν ερασταί». Από την ταινία του Φόρμαν, το δεύτερο μέρος είχε αφαιρεθεί από το 1969 – λόγω της χουντικής λογοκρισίας ίσως.
Από την άλλη, η επιτυχία της ταινίας ενός ηθοποιού «επέβαλε» την αλλαγή τίτλου μιας προγενέστερης για λόγους εμπορικότητας. Για παράδειγμα, πολλές ταινίες του Μπαντ Σπένσερ απέκτησαν άλλον τίτλο που περιείχε τη λέξη «Μπουλντόζας» μετά την επιτυχία της ταινίας «Τον λένε Μπουλντόζα και σαρώνει!», το 1978. Κάτι ανάλογο συνέβη και με ταινίες του Τέρενς Χιλ, που απέκτησαν τίτλο με τη λέξη Τρινιτά! Ή με τις ταινίες του Λάντο Μπουζάνκα, οι οποίες, μετά την επιτυχία της «Homo eroticus», που είχε ελληνικό τίτλο «Ο ερωτιάρης», είχαν πάντα στον τίτλο τους τη λέξη Ερωτιάρης ως… όνομα – πχ «Ο Ερωτιάρης παντρεύεται» ή «Ο Ερωτιάρης και οι κομπίνες του».
Οι σεξοκωμωδίες που άνθισαν από τη δεκαετία του ’50 έως και του ’70 φαίνεται να υιοθετούσαν συχνά ιδιαίτερα ελεύθερες ή «πιασάρικες» μεταφράσεις. Ήταν πράγματι μια συνειδητή στρατηγική για να προσελκύσουν το κοινό της εποχής;
Ναι, έτσι ήταν! Ήταν τίτλοι… πιπεράτοι. Που υπόσχονταν στον θεατή, ασχέτως του αν συχνά οι υποσχέσεις αυτές δεν έβγαιναν αληθινές. Ήταν μαρκετίστικη στρατηγική, κι ας μην ήταν τότε γνωστός ο όρος. Δίδονταν για να τραβήξουν τον θεατή στην αίθουσα. Τον άνδρα, κυρίως. Συνέχιζαν, με άλλον τρόπο, αυτό που είχε ξεκινήσει μεταπολεμικά με το «Αυστηρώς ακατάλληλον» στα κλισεδάκια. Ήταν το δόλωμα για το αρσενικό, που ήθελε να δει κάτι «απαγορευμένο» στη μεγάλη οθόνη. Και είχε να κάνει με το θέμα κυρίως, λιγότερο με το ερωτικό περιεχόμενο. Αυστηρώς ακατάλληλη ήταν και πολλές ταινίες που σήμερα τις θεωρούμε καλλιτεχνικές: από την «Καλοκαίρι με την Μόνικα» του Μπέργκμαν και την »Με κομμένη την ανάσα!» του Γκοντάρ μέχρι την «Ένα ζήτα και δύο μηδενικά» του Γκριναγουέι.
Αντίστοιχα, ακόμη και σοβαρές ή καλλιτεχνικές ταινίες απέκτησαν κατά καιρούς τίτλους με έντονα λαϊκίστικο ή παραπλανητικό χαρακτήρα (όπως το Gypsy, που αρχικά αποδόθηκε με τίτλο που παρέπεμπε σε στριπτίζ). Τι μας λέει αυτός ο εκλαϊκισμός των τίτλων για τις ανάγκες και τις ισορροπίες της αγοράς στα «χρυσά χρόνια» του ελληνικού κινηματογράφου (’40–’70);
Εννοείς την ταινία του Μέρβιν ΛιΡόι, έτσι δεν είναι; Ο ελληνικός τίτλος της, «Γυμνή κάθε βράδυ», παραπέμπει σε πολλά! Κι όλα έχουν να κάνουν με τον ερωτισμό και τη σκοποφιλία. Ο τίτλος μας λέει αυτό που ξέρουμε, που είναι γνωστό σε όλους, αλλά που δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε: ότι το σεξ πουλάει – πάντα πουλούσε. Και πουλούσε καλά. Όχι στην εποχή που αναφέρεις μόνο. Σε όλες τις εποχές, από τότε που εφευρέθηκε η τυπογραφία και η φωτογραφία μέχρι την πορνογραφία σήμερα.
Στα τέλη του 1924, μία ταινία του Ιβάν Μοζούκιν είχε προβληθεί με ελληνικό τίτλο «Η πόλις της ηδονής» στον κινηματογράφο Αττικόν. Κι έναν χρόνο αργότερα, στον ίδιο κινηματογράφο, είχε προβληθεί μία άλλη ταινία με ελληνικό τίτλο «Γυμνές γυναίκες». Μία ταινία που στάθηκε αδύνατο να ταυτοποιήσω. Δεν γνωρίζω σε ποια ξένη ταινία είχε δοθεί αυτός ο τίτλος, που (η διαφημιστική της καταχώρηση) συνοδευόταν από την… αποτροπή «ακατάλληλον δια δεσποινίδας»! Η φράση αυτή, που την συναντούμε συχνά τα επόμενα χρόνια, είναι ο προάγγελος του «αυστηρώς ακατάλληλον».
Από τη μεταπολίτευση και μετά συναντούμε ελληνικούς τίτλους που σήμερα θα τους χαρακτηρίζανε σεξιστικούς και ρατσιστικούς. Τότε, όμως, τους θεωρούσαμε «προχωρημένους», απελευθερωμένους. Από το «Ήθελε δεκαοχτάρα… καλά να πάθει!» του Ντίνο Ρίζι μέχρι το «Η κυρία σε διακοπές… ο κερατάς στο σπίτι» του Σέρτζιο Μαρτίνο. Που συνεχίστηκε και δεύτερη εβδομάδα, με μία μικρή αλλαγή. Έγινε «Η κυρία σε διακοπές… η ερωμένη στο σπίτι», πιθανόν λόγω κινητοποίησης κάποιου λογοκριτικού μηχανισμού της εποχής. Λίγους μήνες αργότερα, ο αρχικός ελληνικός της ταινίας «Δόκτωρ Τζέκυλλ, κάνε μας λιγάκι γκρρρ…» έγινε για την καλοκαιρινή διανομή της «Το πονηρό μανούλι και ο παλαβός επιστήμονας»! Όμως, μιλάμε για σεξοκωμωδίες, οπότε θεωρώ ότι ήταν θεμιτές αποδόσεις των πρωτότυπων τίτλων
Ένα μεγάλο κεφάλαιο παραμένουν οι τίτλοι της εποχής των βιντεοκασετών, οι οποίοι συχνά αγνοούσαν πλήρως τον πρωτότυπο τίτλο, ιδιαίτερα σε ταινίες είδους, τρόμου ή σε παραγωγές από χώρες όπως η Τουρκία και η Ινδία. Για ποιον λόγο επιλέξατε να μην επεκτείνετε την έρευνά σας και σε αυτό το πεδίο (ακόμα);
Όταν οι εταιρείες ήταν μεγάλες και συνεργάζονταν με στούντιο του Χόλιγουντ, οι ελληνικοί τίτλοι των βιντεοκασετών ήταν συνήθως εκείνοι με τους οποίους οι ταινίες είχαν προβληθεί στις αίθουσες. Οι μικρές εταιρείες, όμως, που μίσθωναν ταινίες από μικρές ξένες εταιρείες, οι οποίες δεν είχαν καταγράψει τον ελληνικό τίτλο της ταινίας τους, δεν τον ήξεραν και ήταν φυσικό να δίνουν άλλον τίτλο. Έναν τίτλο που εκείνες θεωρούσαν πιασάρικο, εμπορικό.
Όμως, οι περισσότερες από τις εταιρείες αυτές δεν διαφήμιζαν τις κυκλοφορίες τους στα έντυπα της εποχής. Συνεπώς, για πολλές απ’ αυτές είναι δύσκολο να βρεις σήμερα στοιχεία. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν μήνες της πενταετίας 1984-1988 που κυκλοφορούσαν περισσότερες από 150 ταινίες. Κάθε μήνα, 9-10 μήνες τον χρόνο. Μπορεί να γίνει μία καταγραφή (έχω τα περιοδικά της εποχής και πολλά από τα διαφημιστικά μονόφυλλα εταιρειών), αλλά δεν νομίζω ότι η τελική καταλογογράφηση θα υπερβεί το 70% του συνολικού αριθμού των ταινιών που κυκλοφόρησαν σε κασέτες.
Ο λόγος που δεν είχα από την πρώτη έκδοση δώσει ευρετήριο και των ελληνικών τίτλων ήταν ότι ετοίμαζα ένα ΛΕΞΙΚΟ ΤΑΙΝΙΩΝ που υπήρχαν σε βιντεοκασέτα, σαν εκείνα ενός Μόλτιν ή ενός Χάλιγουελ, με 10.000+ ταινίες, αλλά με σταμάτησε το… DVD. Η έλευσή του, με τις μαζικές κυκλοφορίες παλαιών, κλασικών ταινιών, ανέτρεψε τη λογική του σχεδιαζόμενου λεξικού και, λόγω της δουλειάς μου στην τηλεόραση, δεν μπορούσα να αποκαταστήσω τη διασαλευμένη ισορροπία. Οπότε το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.
Από την άλλη, η συνειδητοποίηση με την παρούσα έκδοση ότι είναι αδύνατον να βρεθεί ένας χορηγός που θα στηρίξει οικονομικά ένα τέτοιο εγχείρημα, νομίζω ότι δεν επιτρέπει τέτοιες πρωτοβουλίες και οραματισμούς. Που, από τη στιγμή που θα υλοποιηθούν, θα δεις τη δουλειά σου αναρτημένη σε ήδη υπάρχουσες διαδικτυακές βάσεις και δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα για να προασπίσεις τα πνευματικά σου δικαιώματα.
Ποιο είναι το ποσοστό καταγραφής των κινηματογραφικών τίτλων στο βιβλίο σας;
Υπερβαίνει το 99% και αγγίζει το 100%! Το «100 χρόνια ξένος κινηματογράφος στην Ελλάδα» περιέχει δύο ευρετήρια ταινιών κι ένα επίμετρο. Το πρώτο αναφέρεται στους τίτλους των ξένων ταινιών που προβλήθηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας από την 29η Δεκεμβρίου 1924 μέχρι και την 26η Δεκεμβρίου 2024 και περιλαμβάνει 45.826 εγγραφές, που αφορούν 29.687 διαφορετικές ταινίες (η διαφορά ανάμεσα στους δύο αριθμούς έχει να κάνει με… δεύτερους τίτλους μιας ταινίας και επιμερίζεται σε 13.632 δεύτερους πρωτότυπους και 2.507 δεύτερους ελληνικούς).
Το δεύτερο ευρετήριο είναι μόνο των ελληνικών τίτλων, αποτελεί αναδιάταξη του πρώτου και περιλαμβάνει τους 32.594 ελληνικούς τίτλους των ξένων ταινιών που έχουν προβληθεί δημόσια στην Ελλάδα. Το επίμετρο περιλαμβάνει 1.035 ελληνικούς τίτλους που στάθηκε αδύνατο να αποδοθούν σε κάποια ξένη ταινία, η οποία ωστόσο γνωρίζουμε το πότε ακριβώς έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας!
Αν σας δινόταν η ευκαιρία να επανεφεύρετε δημιουργικά κάποιες ελληνικές αποδόσεις, ποιους τίτλους θα αλλάζατε και πώς θα τους αποδίδατε σήμερα;
Δεν θα έμπαινα ποτέ σε μία τέτοια λογική. Άλλωστε, στρατηγική που οδήγησε στη γέννηση του βιβλίου ήταν η απόδοση σε μία ξένη ταινία του ελληνικού τίτλου με τον οποίο είχε προβληθεί στις αίθουσες. Γιατί να θέλω να τον αλλάξω τώρα;
Ποιο εύρημα της έρευνάς σας σάς εξέπληξε περισσότερο ή ανέτρεψε προσδοκίες που είχατε πριν ξεκινήσετε;
Δύο. Το πρώτο ήταν οι περιπτώσεις ταινιών που είχαν διαφημιστεί στα φύλλα του Σαββάτου με τον τάδε τίτλο, αλλά ο τίτλος με τον οποίο κυκλοφόρησαν τελικά τη Δευτέρα (και για τον οποίο υπήρχε η σχετική καταχώρηση) ήταν άλλος! Εκτιμώ ότι η αλλαγή αυτή είχε να κάνει με έξωθεν παρεμβάσεις – του στούντιο στο οποίο ανήκε η προς διανομή ταινία ή της ελληνικής λογοκρισίας.
Το δεύτερο έχει να κάνει με την αλλαγή του αρχικού τίτλου –τίτλου που οι ίδιοι είχαν δώσει– σε διάστημα από λίγων ημερών (την επόμενη εβδομάδα) μέχρι λίγων μηνών (για την καλοκαιρινή διανομή τους στις θερινές αίθουσες ή για τη διανομή τους σε κινηματογράφους της επαρχίας). Εξαιρώ, βέβαια, περιπτώσεις ήδη γνωστές, που οφείλονταν σε σαφή λογοκριτική επέμβαση – πχ η ταινία «Η Κίνα του Μάο» έγινε την τρίτη ημέρα προβολής της «Η Κίνα σήμερα».
Το βιβλίο αυτό απευθύνεται πρωτίστως σε ανθρώπους του χώρου. Αν, ωστόσο, «πέσει κατά λάθος» στα χέρια ενός μη ειδικού ή ενός λιγότερο φανατικού κινηματογραφόφιλου, ποια θα θέλατε να είναι η αντίδρασή του;
Σίγουρα όχι να το φέρει στο κεφάλι κάποιου! Είναι 1.128 σελίδες και είναι αρκετά βαρύ – ιδιαίτερα η «συλλεκτική» δερματόδετη εκδοχή του σ’ έναν τόμο (δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο). Ούτε να πει σε κάποιον «πιάσε μου τον Κολιοδήμο» ή «δες στον Κολιοδήμο», όπως ξέρω ότι έλεγαν (και εκτιμώ ότι θα εξακολουθούν να λένε και για την καινούργια έκδοσή του) πολλοί άνθρωποι του χώρου μεταξύ τους, όταν ήθελαν να αντλήσουν απ’ αυτό μία πληροφορία. Διότι είναι ένα βιβλίο ειδικό, που παρέχει δύο μοναδικές πληροφορίες: τον ελληνικό τίτλο μιας ταινίας και το πότε η ταινία αυτή έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας. Που δεν τις βρίσκεις κάπου αλλού – στο διαδίκτυο, ας πούμε. Τις άλλες δύο πληροφορίες του (το ποιος είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας και το πότε αυτή γυρίστηκε) μπορεί να τις βρει σε πλήθος άλλων πηγών.
Περιέχει, όμως, και κάτι ακόμα. Σχεδόν 800 διαφημιστικές καταχωρήσεις ταινιών σε εφημερίδες της εποχής τους. Που για πολλούς έχουν νοσταλγικό χαρακτήρα, που μας θυμίζουν αίθουσες της Αθήνας που δεν υπάρχουν πια, αλλά και που φανερώνουν τις διαφοροποιήσεις της κινηματογραφικής διαφήμισης μες στην πάροδο του χρόνου. Και που αποκαλύπτουν κάτι ακόμα: ότι πολλές ταινίες που στην εποχή τους προβλήθηκαν σε λαϊκές αίθουσες σήμερα είναι αποδεκτές από το σινεφίλ κοινό και την κριτική, ενώ αρκετές άλλες, που είχαν προβληθεί σε κοσμικές και πολυτελείς αίθουσες του κέντρου έχουν ξεχαστεί και δεν μιλάει κανείς γι’ αυτές. Οι πρώτες παραμένουν ζωντανές, οι δεύτερες έχουν ξεχαστεί.
Στο παρελθόν έχετε υπογράψει ερευνητικά ή κριτικά βιβλία με ψευδώνυμο. Για ποιον λόγο επιλέγετε αυτή τη φορά να εμφανιστείτε με το πραγματικό σας όνομα; Θα μπορούσε κανείς να το δει και ως ένα είδος εσωτερικού χιούμορ ή ως μια δήλωση απέναντι στη «στρέβλωση» τίτλων και ονομάτων;
Ψευδώνυμο χρησιμοποιήθηκε από πλευράς μου για δύο λόγους. Ό ένας ήταν για να φανεί ότι η «ομάδα» των ανθρώπων ενός εντύπου ήταν πράγματι… ομάδα και όχι 2-3 άτομα μόνο! Λόγος ανώδυνος, αν θέλεις. Ο δεύτερος ήταν όταν έγραφα κριτικές ή άρθρα για πορνογραφικές ταινίες ή όταν έπαιρνα συνεντεύξεις από σταρ του πορνό. Δεν το έκανα από την αρχή, όπως άλλοι συνάδελφοί μου, αλλά αναγκάστηκα να το κάνω όταν έγινε μία «κακοήθης και κακεντρεχής καταγγελία» στον τηλεοπτικό σταθμό όπου εργαζόμουν – το Mega Channel.
Ήταν για τη συγγραφή του άρθρου «Ο καλός, ο κακός και η τραβεστί», στο περιοδικό «Open» των εκδόσεων Λυμπέρη. Ο διευθυντής προγράμματος του σταθμού με συμβούλευσε να πάψω να γράφω στο έντυπο αυτό κι εγώ συνέχισα να γράφω ως… Άρης Δημητρίου. Μ’ αυτό το ψευδώνυμο υπόγραψα και τα τρία βιβλία της σειράς «Αυστηρώς ακατάλληλον», στις εκδόσεις Οξύ (το δεύτερο περιέχει ένα μεγάλο μέρος των άρθρων μου και των συνεντεύξεων που είχα πάρει για το «Open»), επειδή συνέχιζα να εργάζομαι στην τηλεόραση – την εποχή εκείνη ήμουν διευθυντής προγράμματος στο Star Channel.
Σήμερα, δεν έχω κανένα λόγω να κρύβομαι. Ποτέ μου δεν υπήρξα συντηρητικός και πάντα έκανα αυτό που ήθελα και έλεγα αυτό που πραγματικά πιστεύω. Τότε, έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου από το ενδεχόμενο απόλυσης. Τώρα… είμαι ο Δημήτρης Κολιοδήμος, που έγραψε κάποια βιβλία (και κριτικές και άρθρα) με το ψευδώνυμο Άρης Δημητρίου.
Όμως, η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να είναι συντηρητική. Για παράδειγμα. το ντοκιμαντέρ που φτιάξαμε με τον Βάσο Γεώργα, με τίτλο «Το σινεμά γυμνό» και θέμα τον ερωτισμό στον ελληνικό κινηματογράφο, εξακολουθεί να είναι «απαγορευμένο» στην ελεύθερη τηλεόραση. Με την έννοια ότι κανείς από τους παλιούς συνεργάτες και συναδέλφους μου δεν θέλει να το μισθώσει και να το εντάξει στο πρόγραμμα του καναλιού που εργάζεται, επειδή όλοι τους φοβούνται την ενδεχόμενη αντίδραση κάποιων θεατών.
www.ertnews.gr
Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.